Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
View word page
ἀπογίγνομαι
to be away from, have no part in

ShortDef

to be away from, have no part in

Debugging

Headword:
ἀπογίγνομαι
Headword (normalized):
ἀπογίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
απογιγνομαι
IDX:
10772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10773
Key:

Data

{'content': 'to be away from, have no part in'}