Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
View word page
ἀπογηράσκω
to grow old
ShortDef
to grow old
Debugging
Headword:
ἀπογηράσκω
Headword (normalized):
ἀπογηράσκω
Headword (normalized/stripped):
απογηρασκω
IDX:
10771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10772
Key:
Data
{'content': 'to grow old'}