Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
View word page
ἀπογέννησις
generation
ShortDef
generation
Debugging
Headword:
ἀπογέννησις
Headword (normalized):
ἀπογέννησις
Headword (normalized/stripped):
απογεννησις
IDX:
10766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10767
Key:
Data
{'content': 'generation'}