Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
View word page
ἀπογέννημα
offspring

ShortDef

offspring

Debugging

Headword:
ἀπογέννημα
Headword (normalized):
ἀπογέννημα
Headword (normalized/stripped):
απογεννημα
IDX:
10765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10766
Key:

Data

{'content': 'offspring'}