Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
View word page
ἀπογεννάω
produce
ShortDef
produce
Debugging
Headword:
ἀπογεννάω
Headword (normalized):
ἀπογεννάω
Headword (normalized/stripped):
απογενναω
IDX:
10764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10765
Key:
Data
{'content': 'produce'}