Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
View word page
ἀπογένεσις
decease

ShortDef

decease

Debugging

Headword:
ἀπογένεσις
Headword (normalized):
ἀπογένεσις
Headword (normalized/stripped):
απογενεσις
IDX:
10763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10764
Key:

Data

{'content': 'decease'}