Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
View word page
ἀπογεισόω
to make to jut out like a cornice
ShortDef
to make to jut out like a cornice
Debugging
Headword:
ἀπογεισόω
Headword (normalized):
ἀπογεισόω
Headword (normalized/stripped):
απογεισοω
IDX:
10760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10761
Key:
Data
{'content': 'to make to jut out like a cornice'}