Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
View word page
ἀπόγειος
from land, coming off land
ShortDef
from land, coming off land
Debugging
Headword:
ἀπόγειος
Headword (normalized):
ἀπόγειος
Headword (normalized/stripped):
απογειος
IDX:
10759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10760
Key:
Data
{'content': 'from land, coming off land'}