Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
View word page
ἀπογαληνόομαι
calm down

ShortDef

calm down

Debugging

Headword:
ἀπογαληνόομαι
Headword (normalized):
ἀπογαληνόομαι
Headword (normalized/stripped):
απογαληνοομαι
IDX:
10758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10759
Key:

Data

{'content': 'calm down'}