Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
View word page
ἀπογαληνίζω
calm down

ShortDef

calm down

Debugging

Headword:
ἀπογαληνίζω
Headword (normalized):
ἀπογαληνίζω
Headword (normalized/stripped):
απογαληνιζω
IDX:
10756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10757
Key:

Data

{'content': 'calm down'}