Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
View word page
ἀπογάλακτος
weaned

ShortDef

weaned

Debugging

Headword:
ἀπογάλακτος
Headword (normalized):
ἀπογάλακτος
Headword (normalized/stripped):
απογαλακτος
IDX:
10755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10756
Key:

Data

{'content': 'weaned'}