Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπογεμίξομαι
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
View word page
ἀπογαλακτόομαι
to become milky

ShortDef

to become milky

Debugging

Headword:
ἀπογαλακτόομαι
Headword (normalized):
ἀπογαλακτόομαι
Headword (normalized/stripped):
απογαλακτοομαι
IDX:
10754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10755
Key:

Data

{'content': 'to become milky'}