Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
View word page
ἀπογαλακτίζω
wean from the mother's milk
ShortDef
wean from the mother's milk
Debugging
Headword:
ἀπογαλακτίζω
Headword (normalized):
ἀπογαλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
απογαλακτιζω
IDX:
10751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10752
Key:
Data
{'content': "wean from the mother's milk"}