Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
View word page
ἀπογαιόω
make into land

ShortDef

make into land

Debugging

Headword:
ἀπογαιόω
Headword (normalized):
ἀπογαιόω
Headword (normalized/stripped):
απογαιοω
IDX:
10750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10751
Key:

Data

{'content': 'make into land'}