Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
View word page
ἀποβύω
stop up

ShortDef

stop up

Debugging

Headword:
ἀποβύω
Headword (normalized):
ἀποβύω
Headword (normalized/stripped):
αποβυω
IDX:
10747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10748
Key:

Data

{'content': 'stop up'}