Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
View word page
ἀπόβρωμα
something deuoured

ShortDef

something deuoured

Debugging

Headword:
ἀπόβρωμα
Headword (normalized):
ἀπόβρωμα
Headword (normalized/stripped):
αποβρωμα
IDX:
10746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10747
Key:

Data

{'content': 'something deuoured'}