Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτιστέον
View word page
ἀποβροχισμός
making a ligature

ShortDef

making a ligature

Debugging

Headword:
ἀποβροχισμός
Headword (normalized):
ἀποβροχισμός
Headword (normalized/stripped):
αποβροχισμος
IDX:
10743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10744
Key:

Data

{'content': 'making a ligature'}