Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
View word page
ἀποβροχίζω
to strangle

ShortDef

to strangle

Debugging

Headword:
ἀποβροχίζω
Headword (normalized):
ἀποβροχίζω
Headword (normalized/stripped):
αποβροχιζω
IDX:
10742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10743
Key:

Data

{'content': 'to strangle'}