Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
View word page
ἀποβροχθίζω
gulp down

ShortDef

gulp down

Debugging

Headword:
ἀποβροχθίζω
Headword (normalized):
ἀποβροχθίζω
Headword (normalized/stripped):
αποβροχθιζω
IDX:
10741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10742
Key:

Data

{'content': 'gulp down'}