Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
View word page
ἀπόβρεξις
moistening
ShortDef
moistening
Debugging
Headword:
ἀπόβρεξις
Headword (normalized):
ἀπόβρεξις
Headword (normalized/stripped):
αποβρεξις
IDX:
10737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10738
Key:
Data
{'content': 'moistening'}