Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
View word page
ἀπόβρεγμα
infusion
ShortDef
infusion
Debugging
Headword:
ἀπόβρεγμα
Headword (normalized):
ἀπόβρεγμα
Headword (normalized/stripped):
αποβρεγμα
IDX:
10736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10737
Key:
Data
{'content': 'infusion'}