Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
ἀπόβρεξις
ἀποβρέχω
ἀποβρίζω
ἀποβρόξαι
ἀποβροχθίζω
View word page
ἀποβόσκομαι
to feed upon

ShortDef

to feed upon

Debugging

Headword:
ἀποβόσκομαι
Headword (normalized):
ἀποβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
αποβοσκομαι
IDX:
10731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10732
Key:

Data

{'content': 'to feed upon'}