Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
ἀποβράσσω
ἀπόβρεγμα
View word page
ἀποβολεύς
one who has lost
ShortDef
one who has lost
Debugging
Headword:
ἀποβολεύς
Headword (normalized):
ἀποβολεύς
Headword (normalized/stripped):
αποβολευς
IDX:
10726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10727
Key:
Data
{'content': 'one who has lost'}