Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
ἀποβρασμός
View word page
ἀποβλύζω
to spirt out
ShortDef
to spirt out
Debugging
Headword:
ἀποβλύζω
Headword (normalized):
ἀποβλύζω
Headword (normalized/stripped):
αποβλυζω
IDX:
10724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10725
Key:
Data
{'content': 'to spirt out'}