Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀπόβρασμα
View word page
ἀποβλίττω
to cut out the comb from

ShortDef

to cut out the comb from

Debugging

Headword:
ἀποβλίττω
Headword (normalized):
ἀποβλίττω
Headword (normalized/stripped):
αποβλιττω
IDX:
10723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10724
Key:

Data

{'content': 'to cut out the comb from'}