Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
View word page
ἀπόβλητος
to be thrown away

ShortDef

to be thrown away

Debugging

Headword:
ἀπόβλητος
Headword (normalized):
ἀπόβλητος
Headword (normalized/stripped):
αποβλητος
IDX:
10722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10723
Key:

Data

{'content': 'to be thrown away'}