Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόομαι
View word page
ἀπόβλησις
outpouring

ShortDef

outpouring

Debugging

Headword:
ἀπόβλησις
Headword (normalized):
ἀπόβλησις
Headword (normalized/stripped):
αποβλησις
IDX:
10719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10720
Key:

Data

{'content': 'outpouring'}