Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
View word page
ἀπόβλεψις
look
ShortDef
look
Debugging
Headword:
ἀπόβλεψις
Headword (normalized):
ἀπόβλεψις
Headword (normalized/stripped):
αποβλεψις
IDX:
10716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10717
Key:
Data
{'content': 'look'}