Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
View word page
ἀποβλέπω
look steadily at
ShortDef
look steadily at
Debugging
Headword:
ἀποβλέπω
Headword (normalized):
ἀποβλέπω
Headword (normalized/stripped):
αποβλεπω
IDX:
10715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10716
Key:
Data
{'content': 'look steadily at'}