Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
View word page
ἀπόβλεπτος
gazed on by all, admired

ShortDef

gazed on by all, admired

Debugging

Headword:
ἀπόβλεπτος
Headword (normalized):
ἀπόβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
αποβλεπτος
IDX:
10714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10715
Key:

Data

{'content': 'gazed on by all, admired'}