Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
View word page
ἀπόβλεμμα
steadfast gaze

ShortDef

steadfast gaze

Debugging

Headword:
ἀπόβλεμμα
Headword (normalized):
ἀπόβλεμμα
Headword (normalized/stripped):
αποβλεμμα
IDX:
10712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10713
Key:

Data

{'content': 'steadfast gaze'}