Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
View word page
ἀποβλάστησις
shooting forth, growth

ShortDef

shooting forth, growth

Debugging

Headword:
ἀποβλάστησις
Headword (normalized):
ἀποβλάστησις
Headword (normalized/stripped):
αποβλαστησις
IDX:
10711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10712
Key:

Data

{'content': 'shooting forth, growth'}