Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
View word page
ἀποβλαστάνω
to shoot forth from, spring from
ShortDef
to shoot forth from, spring from
Debugging
Headword:
ἀποβλαστάνω
Headword (normalized):
ἀποβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
αποβλαστανω
IDX:
10709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10710
Key:
Data
{'content': 'to shoot forth from, spring from'}