Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
View word page
ἀποβίωσις
ceasing to live, death

ShortDef

ceasing to live, death

Debugging

Headword:
ἀποβίωσις
Headword (normalized):
ἀποβίωσις
Headword (normalized/stripped):
αποβιωσις
IDX:
10707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10708
Key:

Data

{'content': 'ceasing to live, death'}