Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
View word page
ἀποβιόω
cease to live
ShortDef
cease to live
Debugging
Headword:
ἀποβιόω
Headword (normalized):
ἀποβιόω
Headword (normalized/stripped):
αποβιοω
IDX:
10706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10707
Key:
Data
{'content': 'cease to live'}