Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
View word page
ἀποβιβρώσκω
eat off

ShortDef

eat off

Debugging

Headword:
ἀποβιβρώσκω
Headword (normalized):
ἀποβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
αποβιβρωσκω
IDX:
10705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10706
Key:

Data

{'content': 'eat off'}