Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστησις
ἀπόβλεμμα
ἀποβλεπτέον
View word page
ἀποβιβάζω
to make to get off

ShortDef

to make to get off

Debugging

Headword:
ἀποβιβάζω
Headword (normalized):
ἀποβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
αποβιβαζω
IDX:
10703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10704
Key:

Data

{'content': 'to make to get off'}