Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
View word page
ἀποβελίζω
take off the spit

ShortDef

take off the spit

Debugging

Headword:
ἀποβελίζω
Headword (normalized):
ἀποβελίζω
Headword (normalized/stripped):
αποβελιζω
IDX:
10699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10700
Key:

Data

{'content': 'take off the spit'}