Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
View word page
ἀβόρβορος
without filth

ShortDef

without filth

Debugging

Headword:
ἀβόρβορος
Headword (normalized):
ἀβόρβορος
Headword (normalized/stripped):
αβορβορος
IDX:
106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-107
Key:

Data

{'content': 'without filth'}