Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
ἀποβλάπτω
View word page
ἀποβδελύττομαι
reject with abhorrence

ShortDef

reject with abhorrence

Debugging

Headword:
ἀποβδελύττομαι
Headword (normalized):
ἀποβδελύττομαι
Headword (normalized/stripped):
αποβδελυττομαι
IDX:
10698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10699
Key:

Data

{'content': 'reject with abhorrence'}