Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
ἀποβιόω
ἀποβίωσις
View word page
ἀποβατικός
of or for an ἀποβάτης, horse leaper

ShortDef

of or for an ἀποβάτης, horse leaper

Debugging

Headword:
ἀποβατικός
Headword (normalized):
ἀποβατικός
Headword (normalized/stripped):
αποβατικος
IDX:
10697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10698
Key:

Data

{'content': 'of or for an ἀποβάτης, horse leaper'}