Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβιβασμός
ἀποβιβρώσκω
View word page
ἀποβατήριος
as protector of persons landing
ShortDef
as protector of persons landing
Debugging
Headword:
ἀποβατήριος
Headword (normalized):
ἀποβατήριος
Headword (normalized/stripped):
αποβατηριος
IDX:
10695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10696
Key:
Data
{'content': 'as protector of persons landing'}