Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
ἀποβήσσω
ἀποβιάζομαι
View word page
ἀποβάπτω
to dip quite
ShortDef
to dip quite
Debugging
Headword:
ἀποβάπτω
Headword (normalized):
ἀποβάπτω
Headword (normalized/stripped):
αποβαπτω
IDX:
10692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10693
Key:
Data
{'content': 'to dip quite'}