Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
ἀποβατήριος
ἀποβάτης
ἀποβατικός
ἀποβδελύττομαι
ἀποβελίζω
ἀποβηματίζω
View word page
ἀποβάλλω
to throw off

ShortDef

to throw off

Debugging

Headword:
ἀποβάλλω
Headword (normalized):
ἀποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αποβαλλω
IDX:
10690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10691
Key:

Data

{'content': 'to throw off'}