Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
ἀπόβασις
View word page
ἀπό
from, away from. c. gen.

ShortDef

from, away from. c. gen.

Debugging

Headword:
ἀπό
Headword (normalized):
ἀπό
Headword (normalized/stripped):
απο
IDX:
10684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10685
Key:

Data

{'content': 'from, away from. c. gen.'}