Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα
ἀποβάπτω
ἀποβασιλεύς
View word page
ἄπνοος
without breath, lifeless

ShortDef

without breath, lifeless

Debugging

Headword:
ἄπνοος
Headword (normalized):
ἄπνοος
Headword (normalized/stripped):
απνοος
IDX:
10683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10684
Key:

Data

{'content': 'without breath, lifeless'}