Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
View word page
ἄπνευστος
breathless
ShortDef
breathless
Debugging
Headword:
ἄπνευστος
Headword (normalized):
ἄπνευστος
Headword (normalized/stripped):
απνευστος
IDX:
10680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10681
Key:
Data
{'content': 'breathless'}