Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἅπλωμα
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
ἀποαφύσσω
ἀποβαδίζω
ἀποβάθρα
ἀπόβαθρα
ἀποβαίνω
View word page
ἀπνευστιάζω
hold the breath

ShortDef

hold the breath

Debugging

Headword:
ἀπνευστιάζω
Headword (normalized):
ἀπνευστιάζω
Headword (normalized/stripped):
απνευστιαζω
IDX:
10679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10680
Key:

Data

{'content': 'hold the breath'}