Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἀπλυσία2
ἄπλυτος
ἅπλωμα
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
ἀπό
View word page
ἄπλωτος
not navigated, not navigable

ShortDef

not navigated, not navigable

Debugging

Headword:
ἄπλωτος
Headword (normalized):
ἄπλωτος
Headword (normalized/stripped):
απλωτος
IDX:
10674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10675
Key:

Data

{'content': 'not navigated, not navigable'}