Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἀπλυσία2
ἄπλυτος
ἅπλωμα
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
ἀπνοέω
ἄπνοια
ἄπνοος
View word page
ἁπλωτικός
simplifying
ShortDef
simplifying
Debugging
Headword:
ἁπλωτικός
Headword (normalized):
ἁπλωτικός
Headword (normalized/stripped):
απλωτικος
IDX:
10673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10674
Key:
Data
{'content': 'simplifying'}